- ἀγλαόβοτρυς
- ἀγλαό-βοτρυς, schöntraubig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαόβοτρυς — ἀγλαόβοτρυς ( υος), υ (Α) αυτός που έχει πολύ ωραία, έξοχα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + βότρυς] … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek